Γκέτεμποργκ

Γκέτεμποργκ
Πόλη (504.000 κάτ. το 2002) της νοτιοδυτικής Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γ.-Μπόχους. Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Γκέτα, περίπου 550 χλμ. δυτικά της Στοκχόλμης. Αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας και το μεγαλύτερο λιμάνι της. Το Γ. ιδρύθηκε το 1621 από τον βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο, που ήθελε να διευκολύνει έτσι την έξοδο της Σουηδίας στη Βόρεια θάλασσα. Το ελώδες έδαφος της περιοχής αποξηράνθηκε σύμφωνα με το σύστημα των ολλανδικών πόλεων. Η εμπορική ανάπτυξη της πόλης ήταν εξαιρετικά γρήγορη· κατά τη διάρκεια του Ηπειρωτικού Αποκλεισμού που επέβαλε ο Ναπολέων το 1806 στις ευρωπαϊκές χώρες, το Γ. ήταν ο κυριότερες δίαυλος για τις εμπορικές σχέσεις με την Αγγλία. Αργότερα η πόλη αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο με το άνοιγμα της διώρυγας Γκέτα, το 1832, που συνδέει την πόλη με τη Στοκχόλμη και χρησιμοποιείται πλέον και από ποντοπόρα πλοία. Η ζωηρή κίνηση του λιμανιού, που είναι ελεύθερο από πάγους ακόμα και τον χειμώνα, σε συνδυασμό με την πλεονεκτική θέση της πόλης, κοντά στο στενό του Κατεγάτη που συνδέει δύο σημαντικές θάλασσες και βρίσκεται στο σημείο κατάληξης μεγάλων οδικών, σιδηροδρομικών και ποτάμιων συγκοινωνιών όλης της νότιας Σουηδίας, κατέστησαν το Γ. μεγάλο βιομηχανικό κέντρο. Η σημασία του, ειδικότερα, είναι μεγάλη στη σιδηροβιομηχανία, στη μεταλλομηχανική, στην υφαντουργία, στη χημική βιομηχανία, στη ναυπηγική και στη βιομηχανία τροφίμων. Ιδιαίτερα τα ναυπηγεία του είναι τα σημαντικότερα της Σουηδίας και από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Σπουδαιότατη είναι η βιομηχανία ενσφαίρων τριβέων, ενώ στο Γ. λειτουργεί επίσης η μεγαλύτερη σουηδική βιομηχανία συναρμολόγησης αυτοκινήτων, των οποίων τα τμήματα κατασκευάζονται σε διάφορες άλλες σουηδικές πόλεις. Το αεροδρόμιο του Λάντβετερ, περίπου 20 χλμ. ανατολικά της πόλης, εξυπηρετεί διεθνείς και εσωτερικές πτήσεις. Το Γ. αποτελεί σημαντικό πνευματικό κέντρο, με λαμπρά μουσεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το ομώνυμο πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1891. Η διώρυγα στον ποταμό Γκέτα, στο Γκέτεμποργκ. Η πλατεία Γκεταπλάτσεν με τους πίδακες του Ποσειδώνα, στο Γκέτεμποργκ, σε φωτογραφία εποχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Άρβιντ — (ArvidCarlsson,Ουψάλα,Σουηδία1923–). Σουηδός επιστήμονας της φαρμακολογίας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Το 1959 ανακηρύχθηκε καθηγητής φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Κασίρερ, Ερνστ — (Ernst Cassirer, Μπρέσλαου, Σιλεσία 1874 – Νέα Υόρκη 1945). Γερμανός φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Δίδαξε σε πολλά γερμανικά πανεπιστήμια έως το 1933, οπότε οι ρατσιστικές διώξεις των ναζί τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του. Ανέλαβε… …   Dictionary of Greek

  • Κελεσίδου, Αναστασία — (Αμβούργο 1972 –). Δισκοβόλος και ολυμπιονίκης. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της στους Μεσογειακούς αγώνες της Αθήνας, το 1991, όταν κατέλαβε την 9η θέση. Έκτοτε η πορεία της υπήρξε ανοδική. Το 1994 έγινε …   Dictionary of Greek

  • Κράισκι, Μπρούνο — (Bruno Kreisky, Βιέννη 1911 – 1990). Αυστριακός πολιτικός, εβραϊκής καταγωγής. Σε ηλικία 16 ετών προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Όταν το φασιστικό καθεστώς του Ένγκελμπερτ Ντόλφους ανακήρυξε το τελευταίο παράνομο (1934), ο Κ. ίδρυσε μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Μπούμπκα, Σεργκέι — (Βοροσίλοφγκραντ, Ουκρανία 1963 –). Ουκρανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης (με τη Σοβιετική Ένωση). Ο χρυσός Ολυμπιονίκης της Σεούλ υπήρξε ένας από τους λίγους αθλητές του στίβου που κυριάρχησε τόσο πολύ στο άθλημά του, το άλμα επί κοντώ,… …   Dictionary of Greek

  • Νόρντενσκιελντ, Άντολφ Έρικ Νιλς — (Nils Adolf Erik BaronNordenskjold, Ελσίνκι 1832 – Ντάλμπιε, Λουντ 1901). Σουηδός εξερευνητής. Ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές της Αρκτικής, έδρασε κυρίως στην περιοχή της Σβάλμπαρτ (Σπιτσβέργης), όπου διηύθυνε τέσσερις αποστολές, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”